- ἀναγκάσῃ
- ἀναγκάζωforceaor subj mid 2nd sgἀναγκάζωforceaor subj act 3rd sgἀναγκάζωforcefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάγκαση — η [αναγκάζω] 1. χρεία, ανάγκη 2. καταναγκασμός, επίμονη πίεση 3. θυμός, οργή 4. σφίξιμο, τάνυσμα κατά την αποπάτηση 5. χρήση βίας 6. στον πληθ. ωδίνες τοκετού, πόνοι τής γέννας … Dictionary of Greek
αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… … Dictionary of Greek
αναγκασμός — αναγκασμός, ο και ανάγκαση, η και ανάγκασμα, το, ατος εξαναγκασμός, πίεση: Αυτό που κάνεις είναι αναγκασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)